- συνανατρίβω
- Α1. τρίβω κάτι μαζί με κάτι άλλο2. παθ. συνανατρίβομαιπαλεύω με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀνατρίβω «τρίβω ελαφρά, μαλάσσω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek